- ανωνομαστος
- ἀνωνόμαστοςἀν-ωνόμαστος2невыразимый, неизреченный
(ἄρρητος ἀ. Eur.; ὀαμή Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄρρητος ἀ. Eur.; ὀαμή Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανωνόμαστος — ἀνωνόμαστος, ον (Α) ο χωρίς όνομα, ο ακατονόμαστος … Dictionary of Greek
ἀνωνόμαστος — nameless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωνόμαστον — ἀνωνόμαστος nameless masc/fem acc sg ἀνωνόμαστος nameless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωνομάστου — ἀνωνόμαστος nameless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωνόμαστα — ἀνωνόμαστος nameless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωνόμαστοι — ἀνωνόμαστος nameless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)